- λουλουδι(α)σμένος
- η , ο[ν] цветущий, покрытый цветами;
λουλουδι(α)σμένο λιβάδι — цветущий луг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουλουδι(α)σμένο λιβάδι — цветущий луг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουλουδίζω — και λουλουδιάζω λουλούδι(α)σα, λουλουδι(α)σμένος 1. ανθίζω: Την άνοιξη λουλουδιάζει ο τόπος. 2. μτφ., ακμάζω: Η χώρα λουλούδιζε πριν τον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)